- θεόστεπτος
- θεόστεπτος, -ον (AM, A ποιητ. τ. θειόστεπτος, -ον)αυτός που στέφθηκε από θεό («τῶν θεοστέπτων αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος, νεό-στεπτος].
Dictionary of Greek. 2013.